ανεμόπληκτος

ανεμόπληκτος
ός , όν потрёпанный, повреждённый ветром

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ανεμόπληκτος" в других словарях:

  • ανεμόπληκτος — η, ο εκτεθειμένος στον άνεμο, ανεμόδαρτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνεμος + πληκτος < πλήττω. Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον φιλόλογο και αρχαιολόγο Στέφανο Κουμανούδη] …   Dictionary of Greek

  • άνεμος — ο (AM ἄνεμος) 1. ρεύμα αέρα που προκαλείται απο φυσικά αίτια, βίαιη μετακίνηση του αέρα προς μια κατεύθυνση 2. μτφ. άσκοπη ασχολία, ματαιοπονία, ματαιότητα μσν. νεοελλ. (κατ’ ευφημισμό) διάβολος, δαίμονας νεοελλ. φρ. «πάει κατ’ ανέμου» ή «πάει τ’ …   Dictionary of Greek

  • ανεμόβραχος — ο ανεμόπληκτος, ανεμόδαρτος βράχος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»